- στιβαρᾷ
- στιβαρόςstrongfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στιβαρά — στιβαρός strong neut nom/voc/acc pl στιβαρά̱ , στιβαρός strong fem nom/voc/acc dual στιβαρά̱ , στιβαρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβαράν — στιβαρά̱ν , στιβαρός strong fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβαράς — στιβαρά̱ς , στιβαρός strong fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… … Dictionary of Greek
στιβαρόχειρ — ος, ό, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει στιβαρά, δυνατά χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιβαρός + χείρ, χειρός] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
στιβαρός — ή, ό επίρρ. ά δυνατός, ρωμαλέος: Τον κράτησε στα στιβαρά του χέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)